- προμαραίνω
- Α1. κάνω κάτι να μαραθεί, προξενώ μαρασμό προηγουμένως2. μτφ. περιορίζω, μειώνω κάτι στο ελάχιστο («προμαραίνειν τὸν φόβον», Βέττ. Βάλ.)3. παθ. προμαραίνομαια) εξασθενώ βαθμιαία, σβήνω από πρινγ) είμαι εξαντλημένος, τσακισμένος εκ τών προτέρων.
Dictionary of Greek. 2013.