προμαραίνω

προμαραίνω
Α
1. κάνω κάτι να μαραθεί, προξενώ μαρασμό προηγουμένως
2. μτφ. περιορίζω, μειώνω κάτι στο ελάχιστο («προμαραίνειν τὸν φόβον», Βέττ. Βάλ.)
3. παθ. προμαραίνομαι
α) εξασθενώ βαθμιαία, σβήνω από πριν
γ) είμαι εξαντλημένος, τσακισμένος εκ τών προτέρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαραίνω — (AM μαραίνω) 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.) 2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”